εξαχρείωμα
Смотреть что такое "εξαχρείωμα" в других словарях:
εξαχρείωμα — το [εξαχρειώνω] το αποτέλεσμα τής εξαχρείωσης … Dictionary of Greek
εξαχρείωμα — το, ατος η εξαχρείωση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)